ιχθυοπωλείο(ν)

ιχθυοπωλείο(ν)
το рыбный магазин; рыбный ряд (на рынке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιχθυοπωλείο(ν)" в других словарях:

  • ιχθυοπωλείο — τὸ (Α ἰχθυοπωλεῑον) [ιχθυοπώλης] τόπος ή κατάστημα όπου πωλούνται ψάρια, ψαράδικο …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοπωλείο — το κατάστημα όπου πουλιούνται ψάρια, ψαράδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιχθυοπώλιον — ἰχθυοπώλιον, τὸ (Α) [ιχθυοπώλης] (παπ.) ιχθυοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • οψαριοπωλείον — ὀψαριοπωλεῑον, τὸ (Α) [οψαριοπώλης] το ιχθυοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • ψαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα και στον ψαρά 2. το ουδ. ως ουσ. το ψαράδικο α) ιχθυοπωλείο β) ψαροκάικο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαράδικα (με περλπτ. σημ.) ιχθυαγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαράς, πληθ. ψαράδες, + κατάλ. ικος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»